νευροπληγικός

νευροπληγικός
-ή, -ό
(για ουσία) αυτός που μπορεί να προκαλέσει, γενικά ή τοπικά, ελάττωση τής λειτουργίας τού νευρικού συστήματος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νευροπληγικά
(φαρμ.) φάρμακα που προκαλούν νευροπληγία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”